1 χειραγωγεω
(τινα Plut., Luc., NT.)
(τέν εὕρεσιν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > χειραγωγεω
2 ενισχυω
(ἐνισχύει ἐν ταῖς πόλεσι τὸ νόμιμα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь > ενισχυω